λιπογεννητικός

λιπογεννητικός
-ή, -ό
φρ. α) «λιπογεννητικό σύνδρομο»
ιατρ. σπάνια κληρονομική πάθηση υποτελούς χαρακτήρα που εκδηλώνεται με παχυσαρκία, ολιγοφρενία, αμφιβληστροειδοπάθεια και δυστροφία τών γεννητικών οργάνων
β) «λιπογεννητική δυστροφία»
ιατρ. το σύνδρομο Φρέλιξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. adiposogenital].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”